- βουβά
- επίρρ. молча, беззвучно, бесшумно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βούβα — η 1. η βουβαμάρα, η σιωπή. 2. ως επιφ., σιωπή! σκασμός!: Βούβα, να ακούσω τι λένε! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούβα — η [βουβός] 1. η βουβαμάρα 2. (ως επιφ.) πάψε! … Dictionary of Greek
δορυφόρημα — δορυφόρημα, το (Α) (για τα βουβά πρόσωπα τής σκηνής) σωματοφύλακας … Dictionary of Greek
ενεώς — ἐνεῶς (Α) [ενεός] επίρρ. βουβά, χωρίς φωνή, χωρίς λαλιά … Dictionary of Greek
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
σιγοκλαίω — Ν κλαίω σιγά σιγά, με βουβά αναφιλητά … Dictionary of Greek
Βουτυράς, Δημοσθένης — (Κωνσταντινούπολη 1871 – Αθήνα 1958). Διηγηματογράφος, από τους σημαντικότερους της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κέα· βρέθηκαν για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε και ο συγγραφέας, και μετά γύρισαν στην… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
Πυλάδης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος γνωστός για τη φιλία και αφοσίωσή του προς τον Ορέστη. Ο Π. ήταν γιος του βασιλιά της Φωκίδας Στροφίου και της Αναξίβιας, όπου είχε σταλεί ο Ορέστης μετά τον φόνο του πατέρα… … Dictionary of Greek